- πεζός
- πεζός, ή, όν пеший; пехотинец
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
πεζός — on foot masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεζός — ή, ό / πεζός, ή, όν, ΝΜΑ 1. το αρσ. ως ουσ. αυτός που πορεύεται με τα πόδια μεταβαίνοντας από τον έναν τόπο στον άλλο, πεζοπόρος, σε αντιδιαστολή με τον εποχούμενο ή έφιππο 2. οδοιπόρος, αυτός που πορεύεται στην ξηρά, όχι όμως κατ ανάγκη και με… … Dictionary of Greek
πεζός — ή, ό 1. αυτός που βαδίζει πεζός, πεζοπόρος. 2. στρατιώτης του πεζικού στρατεύματος. 3. για λόγο, είδος προφορικού ή γραπτού λόγου: Πολλοί ποιητές έγραψαν και πεζά έργα. 4. μτφ., αυτός που μιλάει ή γράφει ρηχά, ακαλαίσθητα: Ο ομιλητής ήταν πολύ… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἒφιππος καὶ πεζός, ἄφαντος συνοδία. — ἒφιππος καὶ πεζός, ἄφαντος συνοδία. См. Пеший конному не товарищ … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
πεζά — πεζός on foot neut nom/voc/acc pl πεζά̱ , πεζός on foot fem nom/voc/acc dual πεζά̱ , πεζός on foot fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεζόν — πεζός on foot masc acc sg πεζός on foot neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεζότατα — πεζός on foot adverbial superl πεζός on foot neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεζότατον — πεζός on foot masc acc superl sg πεζός on foot neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεζαῖς — πεζός on foot fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεζαί — πεζός on foot fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεζοτάτη — πεζός on foot fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)